χαμαιάκτη

χαμαιάκτη
η, ΝΜΑ
λόγια, σήμερα, ονομασία τού φυτού Sambucus nigra τού γένους σαμπούκος, κν. γνωστού ως κουφοξυλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι)-* + ἀκτέα / ἀκτῆ «είδος φυτού»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • χαμαιάκτη — elder fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαμαιάκτῃ — χαμαιάκτη elder fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαμαιάκτην — χαμαιάκτη elder fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαμαιάκτης — χαμαιάκτη elder fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • EBULUS — coronamentum Panis, apud Virg. Ecl. 10. v. 26. Pan Deus Arcadiae venit; quem vidimus ipsi Sanguineis ebuli baccis minoque rubentem. Car. Paschal. Coron. l. 4. c. 2. Alii vero succo baccarum eius Panis simulacrum tingi consuevisse, ante minii usum …   Hofmann J. Lexicon universale

  • χαμ(αι)- — α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίρρημα χαμαί* και δηλώνει ότι κάτι υπάρχει, βρίσκεται ή γίνεται κάτω, στο έδαφος, καταγής, χαμηλά (πρβλ. χαμαι βάμων, χαμ ερπής), χρησιμοποιήθηκε, όμως, και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”